- ταινιωτικός
- ταινι-ωτικός, ή, όν, οἶνος, perh. wineA from the Ταινία (v.
ταινία 11.2
), Ath.1.33e; cf. aeneotica papyrus, Plin.HN13.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταινία 11.2
), Ath.1.33e; cf. aeneotica papyrus, Plin.HN13.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταινιωτικός — from the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιωτικός — ὁ, Α φρ. «ταινιωτικὸς οἶνος» κρασί από την Ταινία, δηλαδή την γύρω από την Μαρεώτιδα λίμνη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταινία, ον. λωρίδας γης κοντά στη λίμνη Μαρεώτιδα] … Dictionary of Greek